- μεταπιάνω
- μετάπιασα, πιάνω κάτι πάλι ή ύστερα από πολύ καιρό, ξαναπιάνω: Μετάπιασε το πλέξιμο μόλις μπήκε ο χειμώνας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεταπιάνω — και ματαπιάνω (Μ μεταπιάνω) 1. πιάνω ή παίρνω ξανά στα χέρια μου («από τότε που έπαθε καρδιακό επεισόδιο υποσχέθηκε να μη ματαπιάσει χαρτιά στα χέρια του») 2. (σχετικά με τέχνη ή επάγγελμα) ασχολούμαι ή καταγίνομαι πάλι με κάτι ή επιδίδομαι πάλι… … Dictionary of Greek
μετάπιαση — η [μεταπιάνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταπιάνω, το να ξαναπιάνει κανείς κάτι στα χέρια του … Dictionary of Greek
μετάπιασμα — και ματάπιασμα, το [μεταπιάνω] η μετάπιαση … Dictionary of Greek
μεταπιαστής — ο [μεταπιάνω] ο βοηθός … Dictionary of Greek